κατεφίσταμαι

κατεφίσταμαι
κατεφίσταμαι (Α)
εξεγείρομαι εναντίον κάποιου («κατεπέστησαν... οἱ Ἰουδαῑοι τῷ Παύλῳ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐφίσταμαι «επέρχομαι, αντίκειμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατεπέστη — κατεφίσταμαι rise up against plup ind act 1st sg (ionic) κατεφίσταμαι rise up against aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπέστησαν — κατεφίσταμαι rise up against aor ind act 3rd pl κατεφίσταμαι rise up against aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”